συμβιούντων

συμβιούντων
συμβιόω
live with
pres part act masc/neut gen pl
συμβιόω
live with
pres imperat act 3rd pl
συμβιόω
live with
pres part act masc/neut gen pl
συμβιόω
live with
pres imperat act 3rd pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • συμβίωση — Ιδιαίτερη μορφή σχέσης μεταξύ δύο ή περισσότερων ζωικών ή φυτικών οργανισμών που ανήκουν σε διαφορετικά είδη. Η σ. λέγεται αμοιβαία όταν αποβαίνει σε όφελος διάφορων συμβιούντων ατόμων, που αλληλοβοηθούνται· αντίθετα λέγεται ανταγωνιστική όταν… …   Dictionary of Greek

  • κοινοβίωση — Η από κοινού διαβίωση ζώων και φυτών στο ίδιο περιβάλλον, με καθορισμένες φυσικές συνθήκες, που μπορούν να επαναλαμβάνονται σε διαφορετικές περιοχές. Τέτοιες, για παράδειγμα, είναι οι χαρακτηριστικές φυτοκοινωνίες και ζωοκοινωνίες της χλωρίδας… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”